- νευροαπόφυση
- ηανατ. η νευραπόφυση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νευραπόφυση — και νευροαπόφυση, η ανατ. καθεμιά από τις αποφύσεις που σχηματίζονται στο ραχιαίο τμήμα και στις δύο πλευρές τού σώματος τού σπονδύλου, οι οποίες συγκλίνουν και σχηματίζουν το σπονδυλικό τρήμα, από όπου διέρχεται ο νωτιαίος μυελός, αλλ. νευρική… … Dictionary of Greek